προσαναφλέγω

προσαναφλέγω
Α
1. αναφλέγω κάτι επί πλέον («προσαναφλέγουσι τὸ πῡρ», Φίλ.)
2. μτφ. διεγείρω, υποκινώ ακόμη περισσότερο («προσαναφλέγειν ἐπιθυμίας», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀναφλέγω «καίω, εξάπτω, υποκινώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”